- χαλκοκουρούνα
- η сизоворонка (птица)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκοκουρούνα — Bλ. λ. κορακίας. * * * η, Ν ζωολ. α) κοινή ονομασία τού κορακιόμορφου πτηνού Coracias garrulus, τής οικογένειας κορακιίδες 2. στον πληθ. οι χαλκοκουρούνες ζωολ. κοινή ονομασία τών μελών τής οικογένειας πτηνών κορακιίδες τής τάξης κορακιόμορφα.… … Dictionary of Greek
χαλκοκουρούνα — η είδος αποδημητικών πουλιών, χρυσοκαρακάξα, μελάβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… … Dictionary of Greek
κορακίας — Πτηνό της οικογένειας των κορακιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Coracias garrulus. Το σώμα του έχει μήκος περίπου 30 εκ., μπλε και πράσινο φτέρωμα και καστανοκόκκινη ράχη. Ο κ. είναι κυρίως εντομοφάγος, αν και τρέφεται και με μικρά… … Dictionary of Greek
κορακιόμορφα — τα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία εντάσσονται γνωστά πουλιά τής εύκρατης και τής τροπικής ζώνης, όπως είναι η αλκυόνα, ο μελισσοφάγος, ο τσαλαπετεινός, η χαλκοκουρούνα και τα εξωτικά καλάο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκοκαρακάξα — η, Ν η χαλκοκουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + καρακάξα] … Dictionary of Greek
χρυσοκουρούνα — η, Ν το πουλί χαλκοκουρούνα … Dictionary of Greek
γάρουλος — (garrulus). Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των κορακιδών. Ονομάζεται επίσης και χαλκοκουρούνα. Έχει μήκος λίγο περισσότερο από 30 εκ. και φτέρωμα ποικίλου χρώματος στο οποίο υπερτερεί το καστανό κοκκινωπό. Στο κεφάλι έχει ένα λοφίο με φτερά… … Dictionary of Greek